Βαλεντινιανός

Βαλεντινιανός
(Valentinian). Όνομα Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ (Σλαβονία 321 – 375 μ.Χ.). Αυτοκράτορας του Δυτ. Ρωμαϊκού κράτους (364-375). Γιος ασήμαντου αξιωματικού, έγινε αυτοκράτορας κατ’ απαίτηση του στρατού. Ο αδελφός του Βαλέντιος έγινε συναυτοκράτορας για τις ανατολικές περιοχές. Έδιωξε τους Αλαμανούς από τη Γαλατία, πολέμησε εναντίον των Φράγκων, και ο στρατηγός του Θεοδόσιος εξασφάλισε μεγάλο μέρος της Βρετανίας. Προσπάθησε να βελτιώσει την τύχη των φτωχότερων πολιτών του. 2. Β. Β’ (Τρεβίρο 371 – 392 μ.Χ.). Αυτοκράτορας του Δυτ. Ρωμαϊκού κράτους (375-392). Γιος του προηγούμενου και της Ιουστίνης, έγινε αυτοκράτορας το 375 μαζί με τον ετεροθαλή αδελφό του Γρατιανό και μετά τον θάνατο εκείνου (383) κυβέρνησε τη χώρα μόνος του, έως τη δολοφονία του το 392, αν και το μεγαλύτερο διάστημα βρισκόταν υπό κηδεμονία. Προηγουμένως είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει τον θρόνο στον σφετεριστή Μάξιμο, που εκδιώχτηκε όμως από τον αυτοκράτορα της Ανατολής Θεοδόσιο Α’. 3. Β. Γ’ (Ραβένα 419 – 455 μ.Χ.). Αυτοκράτορας του Δυτ. Ρωμαϊκού κράτους (425-455). Γιος του Κωνσταντίνου Γ’ και της Γκάλα Πλασίντια, νυμφεύτηκε την Ευδοξία, κόρη του Θεοδοσίου Β’. Ο στρατηγός του Αέτιος σημείωσε μεγάλες νίκες εναντίον των Ούνων, και μετά τα καταλανικά πεδία, ο Β. έδωσε την κόρη του Πλασίντια στο γιο του Αέτιου. Μετά τη διάλυση των Ούνων, ο Β. έκρινε πως έπρεπε να απαλλαγεί από τον Αέτιο, και τον σκότωσε ο ίδιος, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας (454). Στις 16 Μαρτίου του 455 δολοφονήθηκε από έναν πρώην υπασπιστή του Αέτιου. Ο Β. Γ’ επιχείρησε με τους νόμους του (NovellaeValentinianae) να μεταρρυθμίσει τη διοίκηση και να αναδιοργανώσει την άμυνα της Ρώμης. Με τον θάνατό του διαλύθηκε ουσιαστικά το Δυτικό Ρωμαϊκό κράτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αεροπός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Απόγονος του Τημένου, που ανήκε στο γένος των Ηρακλειδών, και αδελφός του Περδίκκα, ιδρυτή της μακεδονικής δυναστείας. Μαζί με τον Περδίκκα κι έναν τρίτο αδελφό, τον Γαυάνη, ο Α. είχε καταφύγει στη Λέβαια της Μακεδονίας από… …   Dictionary of Greek

  • πορνεία — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η, κατόπιν χρηματικής αμοιβής, σεξουαλική επαφή ενός ατόμου με άλλο άτομο του ίδιου ή αντίθετου φύλου. Τα άτομα που ασκούν την π., σπάνια επιλέγουν τους «πελάτες» τους, οι οποίοι και αν δεν τους είναι εντελώς… …   Dictionary of Greek

  • Αττίλας — (5ος αι. μ.Χ.). Βασιλιάς των Ούννων από το 434 έως το 453. Διαδέχτηκε τον Ρουγίλα και μοιράστηκε την εξουσία έως το 442 με τον αδελφό του Βλέδα, που ο ίδιος σκότωσε. Όταν έμεινε μόνος, ένωσε κάτω από την εξουσία του όλες τις λευκές φυλές των… …   Dictionary of Greek

  • Αυσόνιος, Δέκιμος Μάγνος — (Decimus Magnus Ausonius, 4oς αι. μ.Χ.). Λατίνος ποιητής. Γεννήθηκε στο Μπορντό, αλλά ήταν πιθανότατα ελληνικής καταγωγής. Σπούδασε στην Τουλούζ και για τριάντα χρόνια δίδαξε στην πατρίδα του αρχικά γραμματική και αργότερα ρητορική. Απέκτησε… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • Μοζέλ — (Moselle). Νόμος (6.216 τ.χλμ., 1.023.447 κατ. το 2001) της B.A. Γαλλίας στο υψίπεδο της Λορένης. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Μετς με 127.498 κατ. Ανήκει στη βιομηχανική περιοχή της Λορένης και έχει αναπτυγμένη εξορυκτική βιομηχανία… …   Dictionary of Greek

  • Ουαλεντινιανός — (Valentinianus). Όνομα τριών Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Βλ. λ. Βαλεντινιανός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”